Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

mandatory injunction


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο injunction παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: mandatory

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
injunction n (law: restraining order)ασφαλιστικά μέτρα ουσ ουδ πλ
 The mother filed an injunction to prevent the father from visiting.
injunction n (command, order)εντολή, προσταγή ουσ θηλ
 There were constant injunctions to increase worker productivity.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
issue an injunction v expr (law: put out a restraining order) (νομικά)εκδίδω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων έκφρ
 The celebrity was relieved when the judge issued an injunction against her stalker.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση mandatory injunction στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «mandatory injunction».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!